Τετάρτη, Φεβρουαρίου 24, 2016

Η λιτανεία της Άνοιξης

«Πείτε του ήλιο να φανεί και
να μας αγκαλιάσει, όπως μας αγκαλιάζουνε
του αργαλειού τα δώρα….»
Π.& Χ. Κατσιμίχας


Βιάζομαι ; Ίσως!!! Μα στα λασπωμένα χωράφια της επαρχίας, στους νοτισμένους δρόμους της πόλης, η άνοιξη άρχισε και πάλι την ατέλειωτη κι αιώνια βόλτα της. Αδιαφορώντας για τον κακόπιστο βοριά και τις αγριάδες του, εγκαταστάθηκε κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων και περιμένει ένα χάδι από τον ήλιο και μια ευχή από μας για να ξεπεταχτεί και να θριαμβεύσει και πάλι. Τρέχει ήδη μέσα στα κλαδιά των δέντρων, στο αίμα των ανθρώπων, στα μάγουλα των παιδιών. Πήρε τον χρωστήρα της και χρωματίζει……
Ροζ και κόκκινο και μενεξεδί , πορτοκαλί και βαθύ πράσινο, τα χρώματα ενός απέραντου πίνακα για τα κουρασμένα, από τις οθόνες μάτια μας.
Οι απογευματινές ώρες μεγαλώνουν σαν τα μικρά παιδιά μας, σαν τα λούλουδα του αγρού, ταχύτατα χωρίς τυμπανοκρουσίες, από μόνες τους, ζητώντας μας μόνο τις προσέξουμε και να ζήσουμε μαζί τους, να τις μοιραστούμε. Ανακλαδίζονται, τεντώνονται χωρίς ντροπή, τινάζουν από πάνω τους ώρες μουντές και μίζερες. Κι αλήθεια, μια ματιά προσεχτική δίπλα μας, θα μας φανερώσει το άφατο, το απρόσμενο. Η ζωή σφύζει στον κισσό του μισογκρεμισμένου νεοκλασικού, στις ραγισματιές της ασφάλτου, στα διαλείμματα των σχολείων, στις αλάνες της πόλης, στα πεζοδρόμια με τους περιπατητές , που βιαστικά αφήνουν πίσω τους αρώματα και μέλη σωμάτων ελεύθερα από τη δυναστεία του χειμώνα.
Ξεκίνησε η λιτανεία της άνοιξης και μας καλεί –εθελοντές- να της προστρέξουμε, να συμμετέχουμε στο παιχνίδι του έρωτα και της ζωής. Να την κάνουμε ρήγισσα στη ζωή μας.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 14, 2016

ΠΕΡΙ ΛΟΓΟΥ ΚΙ ...ΕΡΩΤΑ

«Κι οι λέξεις φλέβες είναι
μέσα τους αίμα τρέχει
όταν σμίγουν οι λέξεις
το δέρμα του χαρτιού ανάβει κόκκινο
όπως την ώρα του έρωτα
το δέρμα του άντρα και της γυναίκας»

Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον
Γιάννης Ρίτσος

Πως προ-λογίζεται ο λόγος περί έρωτα; Πριν, μετά ή εντός του λόγου ο έρωτας; Η επιθυμία; Έχει λόγο η επιθυμία ή μόνο επί- λογο; το τέλος του έρωτα; Με απλά λόγια: Πότε γράφουμε, πότε ο ιερός ίστρος της αποτύπωσης στο χαρτί επιθυμιών, συμβάντων, γεγονότων, απόψεων, μας κατακλύζει; Συμβαδίζει η πλήρωση του σωματολάτρη έρωτα με την έλλειψη και τον κάματο της γραφής; Υπάρχει χρόνος, να ξεκόψεις από το έτερον και να δοθείς στο χαρτί και το μολύβι;
Η ερωτική ευδαιμονία περιφρονεί τη γλώσσα, γιατί το ευτυχισμένο υποκείμενο δεν νιώθει την ανάγκη να μεταδώσει, να γράψει. «Το εγώ μιλά μόνο όταν έχει πληγωθεί, όταν είμαι ολοκληρωμένος ή θυμάμαι να υπήρξα ολοκληρωμένος η γλώσσα φαντάζει μικρόψυχη, δειλή: μεταφέρομαι πέρα από τη γλώσσα, τη μετριότητα, πέρα από το γενικό...» (Roland Barthes). 
 Η χαρά δεν έχει ανάγκη από κληρονόμους και παιδιά. Είναι σκληρή κι εγωιστική, κλεισμένη στο καβούκι της ρουφά κι απολαμβάνει και την τελευταία σταγόνα της ευτυχίας. «Η χαρά, θέλει τον εαυτό της, θέλει την αιωνιότητα, την επανάληψη ίδιων πραγμάτων» (Nietzsche). Κι όμως, αν δεν γράψεις για το άλλο μισό σου, για να μοιραστείς μαζί του πράγματα δικά σας, για να περιγράψεις όλα σου τα όνειρα, τα χτεσινά και τα μελλούμενα, για να αρθρώσεις ήχους ευτυχίας για την ευτυχία της συμπόρευσής και της ένωσής σας, μισερός λογιέσαι. Κι όμως αν δεν αναστατωθείς, από την αύρα της μυρωδιάς της, αν η μικρή ελιά στην παλάμη του χεριού της δεν σε κεντρίσει, χάνεσαι σε λέξεις ξύλινες και σκληρές. 
Τελικά δεν υπάρχει κανόνας: Μπορεί να χαθείς στο άλλο σου μισό και να θαλασσοπνίγεσαι για μήνες και για χρόνια και να μην πετάξεις λέξη από όλα τούτα με ένα μπουκάλι σωτηρίας στο πέλαγος του έρωτα. Μπορεί όμως κι απ` την πρώτη στιγμή, τη στιγμή την μαγική της γνωριμίας, να χώνεσαι εντός σου και να γράφεις, να γράφεις, σαν για να βρεις το μαγικό τον κώδικα, σαν δαιμονισμένος που επικαλείσαι το θείο για να σωθείς. Κι οι δυο οι δρόμοι, σεβαστοί και γιομάτοι καρπούς πάνω στο χαρτί, αρκεί να τους διαβείς με εμπάθεια, δηλαδή γιομάτος πάθος.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 09, 2016

Ρέκβιεμ



Ήταν, τετράγωνο κι άσπρο. Τετράγωνο, σκληρό, κι άσπρο. Το πρωτόδε στα χέρια του μάγκα της παρέας που ξεσκολισμένος καθώς ήταν από τα ταξίδια του στα καράβια, έφερνε πρώτος όλα τα καλούδια στους υπόλοιπους. Έσκισε τη ζελατίνα   με μετρημένες κινήσεις. Με το περιποιημένο νύχι, την ταινία ασφαλείας. Ο κόκκινος άσσος, που ξεπηδούσε θαρρείς από έναν άχρωμο ήλιο, καρφώθηκε στα μάτια του περιορίζοντας την λευκότητα. Τον σημάδεψε. Δεν ήταν γραφτό να το δοκιμάσει κείνη την ημέρα. Ο φίλος τσιγκούνης σε όλα εκτός από την επίδειξη, δεν πρόσφερε σε κανέναν τους, μόνο το περιέφερε επιδεικτικά πριν το βάλει στο σακάκι του και πάλι. 

Δύσκολα κρυβόταν από το άγρυπνο μάτι της μάνας, που γκρίνιαζε για τούτη την πρώιμη αντρική συνήθεια που είχε αποκτήσει. Η σκληρή του περίμετρος, τρυπούσε θαρρείς το φτηνιάρικο ύφασμα του πουκάμισου και τόνιζε την παρουσία του. Κόκορας κι αυτός, που διαλαλούσε όλα τα ξυπνήματα που κείνο το καλοκαίρι ήρθαν και τον συνεπήραν και τον τραβολογούσαν στα άπονα βράχια τους.
Περηφανεύτηκε, ταυτίστηκε ακόμα πιο πολύ,  όταν το είδε στα χέρια της Μελίνας, να ανεβοκατεβαίνει σαν θυμιατό στην αιώνια ομορφάδα της. Να παραμένει αρσενικό τεκμήριο στα πιο θηλυκά ερωτικά χέρια.
Αργότερα όταν όλα τούτα καταλάγιασαν κι ωρίμασε (;) κι άρχισε να σκάβει μέσα του, να συμμετέχει, εκεί απαντοχή μα και ηδονή από τις λίγες, βοηθός ακλόνητος. Στην άσπρη του σελίδα σκάλισε με μολύβια λέξεις πρωτάκουστες, και τις άφησε να γίνουν κτήμα γυναικών που για άλλα τύρβαζαν, μα κάποιες τις φύλαξαν κι ακόμα τις έχουν καταχωνιασμένες σε μικρές θήκες στο πορτοφόλι τους  και κάποια βράδια , το ξαναβγάζουν στο φως να ζωντανέψει εκείνη η αίσθηση ότι ήταν μοναδικές!!!
Τσαλακώθηκε μύριες τόσες φορές στις εντάσεις για την μοναδικότητα της αλήθειας που διακήρυξε με θυμωμένη φωνή σε συνελεύσεις και πορείες.  Βγήκε κρυφά, σε διαλείμματα παγωμένα ακούγοντας φωνές παιδιών παραπονιάρικες.  Τραμπαλίστηκε μαζί τους στη γραμμή του κλάσματος,  τους οδήγησε σε ταξίδια μαγικά με Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες , κι έχτισε Παρθενώνες και όνειρα στο παιδικό μυαλό τους.
Και τώρα έχοντας διανύσει δρόμο μεγάλο, που γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές , κι έζησε έντονα και  πάθη πολλά τον σημάδεψαν, σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή μα και για ζωές άλλων μακρινών και πολυφίλητων… Το κουτί παρατημένο, και άγραφο πια, οι τρεμάμενες οθόνες έκλεψαν  ακόμα και τούτη τη λειτουργία, βγαίνουν λυπημένα από μέσα τα τσιγάρα. Κολλημένα στα χείλη του ξεχνιούνται και σβήνουν μη δίνοντας πια καμιά χαρά κι απαντοχή. Ακολουθούν την προδιαγεγραμμένη πορεία τους: Ανάβουν με όνειρα για να ελαφρύνουν τον κάματο, να τον ηρεμήσουν και να τον  κάνουν να ξεχαστεί, να διώξει την αμηχανία της συνάντησης με τους άλλους, που για πολύ καιρό είχε αποδιώξει. Η καύτρα τους σηματοδοτεί την πορεία της προγραμματισμένης συνάντησης, μα αποτυγχάνει να ανάψει την φλόγα που θα γίνει παρανάλωμα. Απλώς συντηρεί τη συνήθεια και σβήνει αμήχανα. ……Και τώρα;