Λυπημένα τσιγάρα της Κυριακής
Πάντα με μελαγχολούν οι Κυριακές. Πάντα έρχονται και φεύγουν απρόσκλητες γιομάτες μελαγχολία για το μάταιο της πληρώσεώς τους. Κι απειλητική η σκιά της Δευτέρας, έρχεται να ολοκληρώσει την μελαγχολία. Τα Κυριακάτικα φύλλα, προσπαθούν μέσα σε δεκάδες σελίδες να αποτυπώσουν την δικιά τους πραγματικότητα. Αδυνατούν, και μας τρατάρουν εικονικές στιγμές σε ηλεκτρονικούς δίσκους. Ο ανοιξιάτικος ήλιος και τα γυμνά αλαβάστρινα μέλη των γυναικών που αγαπάμε και δίπλα μας στέκονται, αδυνατούν να ελαφρύνουν τα γήινα: τις απαγωγές, τις υποκλοπές, τους ελληναράδες με τις κραυγές τους για τα λευκά τριαντάφυλλα που παλεύουν να ανθίσουν στον αποκλεισμένο βορρά, τους ανησυχούντες Χριστιανούς, για την επαφή μας με Κώδικες και παραμυθάκια του marketing.
Σε τοπικό επίπεδο, τα Δημοτικά ημερήσια δελτία έργων, κονταροχτυπιούνται με τα τεράστια λιμάνια του Νότου, όπου πλούσιοι εξωτικοί επενδυτές θα δημιουργήσουν μέσα σε μια νύχτα. Οι «συνήθεις πολιτικάντηδες» διαρρέουν συμμετοχές σε ψηφοδέλτια, για να συνεχίσουν το τεράστιο έργο τους στην πόλη και το Νομό. Μέχρι τότε, περιδιαβαίνουν το κέντρο της πόλης και μεταξύ χειραψιών και χαμόγελων, βάζουν μελλοντικά ενέχυρα:
«Θ' απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ' εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ' τους τρεις.
Κ' είν' η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ' οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ' αυτόν.»
Κ Καβάφης
«Ας φρόντιζαν»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου