μηδέν αιδεσθείς
όλαις χερσί την κόρην κατεφίλησα
κατασχών.
Η δ’ εξ αιδούς και θάμβους, «Τί πάσχεις;» ανέκραξε.
Εγώ δ’, «Ουδέν», είπον, «άλλο πλήν έρωτος,
την πικράν ταύτην και γλυκυτάτην μοι πάθησιν».
Και πάλιν κατεφίλουν αυτήν,
και πάλιν ξυνέσφιγγον,
και όλην είλκον προς εμαυτόν,
και προς την ψυχήν μετεβίβαζον,
και τοις δακτύλοις κατέθλιβον,
και όλην κατέδακνον,
και όλην ανερρόφων τοις χείλεσι,
και όλος όλην ως κιττός ξυνείχον κυπάρισσον.
ξυνεπλεκόμην τη κόρη,
ξυνερριζούμην αυτή,
και την φύσιν εζήτουν κοινώσασθαι,
και ήθελον όλην καταφαγείν,
και όλην αυτήν κατερεύγεσθαι.
όλην ήγον περί το χείλος,
και ως εκ σίμβλου του χείλους της κόρης
μέλι γλυκάζον ετρύγων τοις χείλεσιν.
Ευμάθιος,
Το καθ' Υσμίνην και τον Υσμινίαν δράμα, (Βιβλ. IV, 21).
Απόσπασμα ερωτικού βυζαντινού (12ος αι.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου