Ξύπνησε. Το ρολόι συνεχίζει να κτυπά, ασταμάτητα. Το
χέρι της τυφλός ιππότης, το αναζητά και το σωπαίνει για πάντα. Η ανάσα του Β…..
δίπλα της ακανόνιστη. Το σεντόνι τυλίγει μόνο τη μέση του, η πλάτη του
φωτίζεται από τα στορ του παραθύρου. Γραμμές λευκές , γραμμές μαύρες της
διηγούνται το όνειρό του. Ακουμπάει τα πόδια της στα πλακάκια, η δροσιά τους
την ξυπνά.
Τρία βήματα δεξιά, τρία αριστερά. Το φως του λαμπτήρα την τυφλώνει, τα μάτια κλειστά. Τα στήθια της βαριά ανεβοκατεβαίνουν ακανόνιστα. Το κρύο νερό την χαστουκίζει. Ανάβει το πρώτο τσιγάρο, ο βήχας μοιράζεται την απόλαυσή της. Η φούστα ξηλωμένη, αναστενάζει, δεν προλαβαίνει πια. Το τελευταίο κουμπί του λευκού πουκαμίσου φυλακίζει το στήθος της. Έτοιμη! Με μια βούρτσα φουντώνει λίγο τα μαλλιά της.
Τρία βήματα δεξιά, τρία αριστερά. Το φως του λαμπτήρα την τυφλώνει, τα μάτια κλειστά. Τα στήθια της βαριά ανεβοκατεβαίνουν ακανόνιστα. Το κρύο νερό την χαστουκίζει. Ανάβει το πρώτο τσιγάρο, ο βήχας μοιράζεται την απόλαυσή της. Η φούστα ξηλωμένη, αναστενάζει, δεν προλαβαίνει πια. Το τελευταίο κουμπί του λευκού πουκαμίσου φυλακίζει το στήθος της. Έτοιμη! Με μια βούρτσα φουντώνει λίγο τα μαλλιά της.
Δεκαεφτά σκαλιά την αποχαιρετούν, η πόρτα παραπονιέται
τρίζοντας. Το πρωινό αγιάζι συντροφιά της στα 200 μέτρα που απομένουν. Η
άσφαλτος ξηλωμένη εδώ και κει χάσκει κάτω από τα τακούνια της. Η στροφή με τα
καλάμια, ένα αλύχτημα σκυλιού, η μυρωδιά από λάδια αυτοκινήτων, Συνεργείο «Το
καλό παιδί», η λεωφόρος. Δεύτερο τσιγάρο, οι οικοδόμοι από το καφενείο απέναντι
πίνουν τον καφέ τους. Στα σκαλοπάτια 2-3 την κοιτούν. Αποστρέφει το
βλέμμα της.
Το λεωφορείο φτάνει. Δυο σκαλοπάτια, νυσταγμένη καλημέρα στον
κυρ-Θανάση τον οδηγό και κάθεται στο δεύτερο κάθισμα. Το μέτωπο αγγίζει το κρύο
τζάμι, τα μάτια κλειστά. 2ο λεπτά ύπνου, τα δικαιούται. Η φωνή της Τασίας την
ξυπνά: «Όργια πάλι χτες? Κουρασμένη σε βλέπω!». Χαμογελά και απαντά με μια
κοινοτυπία, πάει το εικοσάλεπτο. Τριμμένα από την καθημερινότητα λόγια, το
γεμίζουν.
Το αυτοκίνητο χώνεται στο Β΄ πάρκινγκ του « Acroyialli beach» και ξερνά στις σάλες του πενήντα, κουρασμένα ήδη κορμιά. Ένας διάδρομος την χωνεύει μαζί με τους άλλους. Ο πάγκος της, αστράφτει ανοξείδωτος, προκλητικά άδειος, απουσία χρωμάτων. Την περιμένει να τον γεμίσει με μια πολυχρωμία λαχανικών. Φοράει την μπλε στολή της, μαζεύει σε έναν σκούφο τα μαλλιά της, αυτά αποστατούν, μα παραδίνονται εύκολα στα νευρικά χέρια της.
Το αυτοκίνητο χώνεται στο Β΄ πάρκινγκ του « Acroyialli beach» και ξερνά στις σάλες του πενήντα, κουρασμένα ήδη κορμιά. Ένας διάδρομος την χωνεύει μαζί με τους άλλους. Ο πάγκος της, αστράφτει ανοξείδωτος, προκλητικά άδειος, απουσία χρωμάτων. Την περιμένει να τον γεμίσει με μια πολυχρωμία λαχανικών. Φοράει την μπλε στολή της, μαζεύει σε έναν σκούφο τα μαλλιά της, αυτά αποστατούν, μα παραδίνονται εύκολα στα νευρικά χέρια της.
7πμ-3.30μμ.Τρία ολόκληρα χρόνια, προετοιμάζει τα
λαχανικά και τα φρούτα να γίνουν σαλάτες. Ορθοστασία, χέρια απασχολημένα. Στην
αρχή βασανιζόταν. Με τον καιρό έμαθε να κάνει μηχανικά τα απαραίτητα, το μυαλό
της να ταξιδεύει, η ώρα να περνά. Στις 3 βγάζει την στολή της. Το κορμί της
μουδιασμένο, το δεξί της χέρι δεν αντιδρά σωστά. «Πρέπει να το κοιτάξω»,
συλλογιέται. Περνά το στενό διάδρομο. Το χέρι του Μανόλη από το μπαρ χουφτώνει
τον κώλο της. Γυρνάει και ούτε να τον αγριοκοιτάξει δεν μπορεί. «Να σε πετάξω
μέχρι το σπίτι?», το δουλικό του χαμόγελο την αποδιώχνει, αρνείται. Στο
λεωφορείο, η Μαρία διηγείται το χτεσινό της ραντεβού. Η Ελένη την καλεί δίπλα
της. Σωριάζεται στο κάθισμα. «Να περάσω να σας πάρω για μπάνιο?» Αναζητάει την
θάλασσα, τη λιμπίζεται. Μα αρνιέται. «Άλλη μέρα, είμαι λιώμα, ίσως αδιαθετήσω
κιόλας».
Το μέτωπο κολλάει στο καυτό τζάμι. Κλείνει τα μάτια. Τα λιβάδια
ανοίγονται μπροστά της και κλείνουν την καθάρια λιμνούλα. Οι πάπιες φτεροκοπούν
ερωτευμένες. Ένα τράνταγμα τις τρομάζει και πετούν μακριά. Η στάσης της. Η
ζέστη αφόρητη. Αντίστροφη πορεία προδιαγραμμένη: Καφενείο, συνεργείο, καλάμια,
διάδρομος, σκάλες, η πόρτα της, το μπάνιο, το κρεβάτι.
Κοιμάται με τη φούστα, το πουκάμισο ριγμένο στο
πάτωμα. Η πεθερά της, φέρνει τα παιδιά. Ξεσαλωμένα αλωνίζουν το σπίτι, την
τραβολογούν…….Φτιάχνει γεμιστά, μπόλικα να φτάσουν και γι` αύριο. 9 η ώρα.
Ειδήσεις, η ελληνική ταινία για όλη την οικογένεια. Βάζει τα παιδιά για ύπνο.
10 η ώρα. Φτάνει ο Β…., γδύνεται, η πλάτη του πασπαλισμένη με αλεύρι- πάντα της
άρεσε η πλάτη του-, μπαίνει στο μπάνιο. Κουβέντες τυπικές: «Κτύπησε ο Βαγγέλης,
40 ημέρες άδεια και λεφτά από την ασφάλεια». Ξαπλωμένοι βλέπουν τα ευτυχισμένα
ζευγάρια που χαριεντίζονται στο γυαλί. Τους κληρονόμους με τα εκατομμύρια. Τη
sexy starlet που έχει απόψεις για όλα. Το χέρι του Β….. χώνεται ανάμεσα στα
πόδια της. Μπαίνει μέσα της και τελειώνει πριν προλάβει να ονειρευτεί. Δεν
σηκώνεται να πλυθεί, αύριο. Το κορμί της πονάει. Ο Β…., γυρνά την πλάτη του. Σε
λίγο κοιμούνται. Το χέρι της ακουμπισμένο στην πλάτη του.
Το φεγγάρι, άσπρο γάντι στον ουρανό κάνει τα
συνηθισμένα ταχυδακτυλουργικά του για τα αστεράκια. Ο αέρας κόπασε. Η πόλη έξω
από το δωμάτιό τους χωνεύει τα σκουπίδια της. Στο αεροδρόμιο τα αεροπλάνα
φτάνουν το ένα μετά το άλλο. Ουρές οι τουρίστες, τρελοί για ήλιο και για τις σαλάτες της ταχτοποιούνται
ήσυχα στα δωμάτιά τους. Τα clubs φωτισμένα μασουλάνε στις ορθάνοιχτες πόρτες
τους αγόρια και κορίτσια και φτύνουν μεθυσμένους. Ένα ζευγάρι που έκανε έρωτα
σε μια ερημική ακρογιαλιά, αγριεύτηκε από τα φώτα ενός αυτοκινήτου και βιαστικό
έφυγε για πιο απόμερες γωνιές.
Ξύπνησε. Το ρολόι συνεχίζει να κτυπά, ασταμάτητα. Το
χέρι της τυφλός ιππότης, το αναζητά και το σωπαίνει για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου