«Πείτε του ήλιο να φανεί και
να μας αγκαλιάσει, όπως μας αγκαλιάζουνε
του αργαλειού τα δώρα….»
Π.& Χ. Κατσιμίχας
Βιάζομαι ; Ίσως!!! Μα στα λασπωμένα χωράφια της επαρχίας, στους νοτισμένους δρόμους της πόλης, η άνοιξη άρχισε και πάλι την ατέλειωτη κι αιώνια βόλτα της. Αδιαφορώντας για τον κακόπιστο βοριά και τις αγριάδες του, εγκαταστάθηκε κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων και περιμένει ένα χάδι από τον ήλιο και μια ευχή από μας για να ξεπεταχτεί και να θριαμβεύσει και πάλι. Τρέχει ήδη μέσα στα κλαδιά των δέντρων, στο αίμα των ανθρώπων, στα μάγουλα των παιδιών. Πήρε τον χρωστήρα της και χρωματίζει……
Ροζ και κόκκινο και μενεξεδί , πορτοκαλί και βαθύ πράσινο, τα χρώματα ενός απέραντου πίνακα για τα κουρασμένα, από τις οθόνες μάτια μας.
Οι απογευματινές ώρες μεγαλώνουν σαν τα μικρά παιδιά μας, σαν τα λούλουδα του αγρού, ταχύτατα χωρίς τυμπανοκρουσίες, από μόνες τους, ζητώντας μας μόνο τις προσέξουμε και να ζήσουμε μαζί τους, να τις μοιραστούμε. Ανακλαδίζονται, τεντώνονται χωρίς ντροπή, τινάζουν από πάνω τους ώρες μουντές και μίζερες. Κι αλήθεια, μια ματιά προσεχτική δίπλα μας, θα μας φανερώσει το άφατο, το απρόσμενο. Η ζωή σφύζει στον κισσό του μισογκρεμισμένου νεοκλασικού, στις ραγισματιές της ασφάλτου, στα διαλείμματα των σχολείων, στις αλάνες της πόλης, στα πεζοδρόμια με τους περιπατητές , που βιαστικά αφήνουν πίσω τους αρώματα και μέλη σωμάτων ελεύθερα από τη δυναστεία του χειμώνα.
Ξεκίνησε η λιτανεία της άνοιξης και μας καλεί –εθελοντές- να της προστρέξουμε, να συμμετέχουμε στο παιχνίδι του έρωτα και της ζωής. Να την κάνουμε ρήγισσα στη ζωή μας.
να μας αγκαλιάσει, όπως μας αγκαλιάζουνε
του αργαλειού τα δώρα….»
Π.& Χ. Κατσιμίχας
Βιάζομαι ; Ίσως!!! Μα στα λασπωμένα χωράφια της επαρχίας, στους νοτισμένους δρόμους της πόλης, η άνοιξη άρχισε και πάλι την ατέλειωτη κι αιώνια βόλτα της. Αδιαφορώντας για τον κακόπιστο βοριά και τις αγριάδες του, εγκαταστάθηκε κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων και περιμένει ένα χάδι από τον ήλιο και μια ευχή από μας για να ξεπεταχτεί και να θριαμβεύσει και πάλι. Τρέχει ήδη μέσα στα κλαδιά των δέντρων, στο αίμα των ανθρώπων, στα μάγουλα των παιδιών. Πήρε τον χρωστήρα της και χρωματίζει……
Ροζ και κόκκινο και μενεξεδί , πορτοκαλί και βαθύ πράσινο, τα χρώματα ενός απέραντου πίνακα για τα κουρασμένα, από τις οθόνες μάτια μας.
Οι απογευματινές ώρες μεγαλώνουν σαν τα μικρά παιδιά μας, σαν τα λούλουδα του αγρού, ταχύτατα χωρίς τυμπανοκρουσίες, από μόνες τους, ζητώντας μας μόνο τις προσέξουμε και να ζήσουμε μαζί τους, να τις μοιραστούμε. Ανακλαδίζονται, τεντώνονται χωρίς ντροπή, τινάζουν από πάνω τους ώρες μουντές και μίζερες. Κι αλήθεια, μια ματιά προσεχτική δίπλα μας, θα μας φανερώσει το άφατο, το απρόσμενο. Η ζωή σφύζει στον κισσό του μισογκρεμισμένου νεοκλασικού, στις ραγισματιές της ασφάλτου, στα διαλείμματα των σχολείων, στις αλάνες της πόλης, στα πεζοδρόμια με τους περιπατητές , που βιαστικά αφήνουν πίσω τους αρώματα και μέλη σωμάτων ελεύθερα από τη δυναστεία του χειμώνα.
Ξεκίνησε η λιτανεία της άνοιξης και μας καλεί –εθελοντές- να της προστρέξουμε, να συμμετέχουμε στο παιχνίδι του έρωτα και της ζωής. Να την κάνουμε ρήγισσα στη ζωή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου