Τρίτη, Φεβρουαρίου 09, 2016

Ρέκβιεμ



Ήταν, τετράγωνο κι άσπρο. Τετράγωνο, σκληρό, κι άσπρο. Το πρωτόδε στα χέρια του μάγκα της παρέας που ξεσκολισμένος καθώς ήταν από τα ταξίδια του στα καράβια, έφερνε πρώτος όλα τα καλούδια στους υπόλοιπους. Έσκισε τη ζελατίνα   με μετρημένες κινήσεις. Με το περιποιημένο νύχι, την ταινία ασφαλείας. Ο κόκκινος άσσος, που ξεπηδούσε θαρρείς από έναν άχρωμο ήλιο, καρφώθηκε στα μάτια του περιορίζοντας την λευκότητα. Τον σημάδεψε. Δεν ήταν γραφτό να το δοκιμάσει κείνη την ημέρα. Ο φίλος τσιγκούνης σε όλα εκτός από την επίδειξη, δεν πρόσφερε σε κανέναν τους, μόνο το περιέφερε επιδεικτικά πριν το βάλει στο σακάκι του και πάλι. 

Δύσκολα κρυβόταν από το άγρυπνο μάτι της μάνας, που γκρίνιαζε για τούτη την πρώιμη αντρική συνήθεια που είχε αποκτήσει. Η σκληρή του περίμετρος, τρυπούσε θαρρείς το φτηνιάρικο ύφασμα του πουκάμισου και τόνιζε την παρουσία του. Κόκορας κι αυτός, που διαλαλούσε όλα τα ξυπνήματα που κείνο το καλοκαίρι ήρθαν και τον συνεπήραν και τον τραβολογούσαν στα άπονα βράχια τους.
Περηφανεύτηκε, ταυτίστηκε ακόμα πιο πολύ,  όταν το είδε στα χέρια της Μελίνας, να ανεβοκατεβαίνει σαν θυμιατό στην αιώνια ομορφάδα της. Να παραμένει αρσενικό τεκμήριο στα πιο θηλυκά ερωτικά χέρια.
Αργότερα όταν όλα τούτα καταλάγιασαν κι ωρίμασε (;) κι άρχισε να σκάβει μέσα του, να συμμετέχει, εκεί απαντοχή μα και ηδονή από τις λίγες, βοηθός ακλόνητος. Στην άσπρη του σελίδα σκάλισε με μολύβια λέξεις πρωτάκουστες, και τις άφησε να γίνουν κτήμα γυναικών που για άλλα τύρβαζαν, μα κάποιες τις φύλαξαν κι ακόμα τις έχουν καταχωνιασμένες σε μικρές θήκες στο πορτοφόλι τους  και κάποια βράδια , το ξαναβγάζουν στο φως να ζωντανέψει εκείνη η αίσθηση ότι ήταν μοναδικές!!!
Τσαλακώθηκε μύριες τόσες φορές στις εντάσεις για την μοναδικότητα της αλήθειας που διακήρυξε με θυμωμένη φωνή σε συνελεύσεις και πορείες.  Βγήκε κρυφά, σε διαλείμματα παγωμένα ακούγοντας φωνές παιδιών παραπονιάρικες.  Τραμπαλίστηκε μαζί τους στη γραμμή του κλάσματος,  τους οδήγησε σε ταξίδια μαγικά με Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες , κι έχτισε Παρθενώνες και όνειρα στο παιδικό μυαλό τους.
Και τώρα έχοντας διανύσει δρόμο μεγάλο, που γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές , κι έζησε έντονα και  πάθη πολλά τον σημάδεψαν, σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή μα και για ζωές άλλων μακρινών και πολυφίλητων… Το κουτί παρατημένο, και άγραφο πια, οι τρεμάμενες οθόνες έκλεψαν  ακόμα και τούτη τη λειτουργία, βγαίνουν λυπημένα από μέσα τα τσιγάρα. Κολλημένα στα χείλη του ξεχνιούνται και σβήνουν μη δίνοντας πια καμιά χαρά κι απαντοχή. Ακολουθούν την προδιαγεγραμμένη πορεία τους: Ανάβουν με όνειρα για να ελαφρύνουν τον κάματο, να τον ηρεμήσουν και να τον  κάνουν να ξεχαστεί, να διώξει την αμηχανία της συνάντησης με τους άλλους, που για πολύ καιρό είχε αποδιώξει. Η καύτρα τους σηματοδοτεί την πορεία της προγραμματισμένης συνάντησης, μα αποτυγχάνει να ανάψει την φλόγα που θα γίνει παρανάλωμα. Απλώς συντηρεί τη συνήθεια και σβήνει αμήχανα. ……Και τώρα;

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Το διάβασα ένα βράδυ και κ ταξίδεψα για λίγο στη ζωή του πρωταγωνιστή. Αλήθεια για πόσους από μας μια κ μόνο φωτογραφία ή ένα αντικείμενο δεν έγιναν κειμήλια που ακουμπάμε ,μας συντροφεύουν και αδυνατούμε να αφήσουμε πίσω μας; Μπορεί να συμβολίζουν από το γλυκό ποτό του έρωτα, μέχρι την «αδικία της κοινωνίας» ή τα αγαπημένα μας πρόσωπα…. Είναι η ξενιτιά μας και η πατρίδα μας μαζί… Σε ένα κόσμο που η ευαισθησία μοιάζει με αδυναμία ,το γράψιμο με πυξίδα την καρδιά αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές μας κ γίνεται τρυφερό χάδι… Μας βγάζει στο ξέφωτο και πλημμυρίζουμε συναισθήματα… Μεταμορφώνονται οι λέξεις σε εικόνες ,ήχους, μελωδίες, χορό… Κι αυτό είναι από μόνο του υπέροχο!!